- μαρς
- τοάκλ. (λ. γαλλ.)1. στρατιωτικό εμβατήριο.2. παράγγελμα για εκκίνηση ή εκτέλεση διάφορων κινήσεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαρς — I (Mademoiselle Mars, Παρίσι 1779 – 1847). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού Αν Φρανσουά Ιπολίτ Μπουτέ (Anne Francoise Hippolyte Boutet). Προσελήφθη στην Κομεντί Φρανσέζ, στην οποία κατέλαβε προνομιούχα θέση ως πρωταγωνίστρια έως το… … Dictionary of Greek
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek
Λουζινιάν — (Lusignan). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ευγενών, που στην πλειοψηφία τους διετέλεσαν κόμητες της Μαρς και της Ανγκουλέμ, ενώ ένας κλάδος της αποτέλεσε βασιλική δυναστεία της Κύπρου (1192 1474), κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας του νησιού·… … Dictionary of Greek
Liste deutscher Wörter in anderen Sprachen — Inhaltsverzeichnis 1 Albanisch 2 Arabisch 3 Bosnisch/Kroatisch/Serbisch 4 Bulgarisch 5 … Deutsch Wikipedia
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek
οδοιπορικός — ή, ό (ΑΜ ὁδοιπορικός, ή, όν) [οδοιπόρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοιπορία και στον οδοιπόρο ή αυτός που είναι κατάλληλος για οδοιπορία νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το οδοιπορικό(ν) α) λεπτομερής περιγραφή οδοιπορίας ή ταξιδιού και… … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
Ακούνια, Χερνάντο ντε- — (Hermando de Acuña, 1520– 1580). Ισπανός ευπατρίδης, διπλωμάτης, στρατιωτικός και λυρικός ποιητής. Μετέφρασε από τα γαλλικά τον Αποφασιστικό Ιππότη του Ολιβιέ ντε Λα Μαρς (1483) και από τα ιταλικά τον Ερωτευμένο Ρολάνδο του Μπογιάρντο … Dictionary of Greek
Αλβέρτος — I Όνομα αυτοκρατόρων και μελών της δυναστείας των Αψβούργων. 1. Α. Α’ (1250 – 1308). Βασιλιάς της Γερμανίας και δούκας της Αυστρίας (1298 1308). Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ροδόλφου Α’ των Αψβούργων. Μετά τον θάνατο του πατέρα του (1291), δεν… … Dictionary of Greek
Βουρβονική — (Bourbonnais). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της κεντρικής Γαλλίας, που ορίζεται ΒΔ από το Μπερί, Β από τη Νιβερνέ, Α από τη Βουργουνδία, ΝΑ από τη Λιονέζ, Ν από την Οβέρνη και ΝΔ από τη Μαρς. Αντιστοιχεί περίπου στο διοικητικό διαμέρισμα Αλιέ.… … Dictionary of Greek